σατανικός

σατανικός
η , ό[ν] сатанинский; злобный, коварный; изощрённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σατανικός" в других словарях:

  • Σατανικός — adversary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατανικός — ή, ό / σατανικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σατάν] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατανά 2. διαβολικός, καταχθόνιος. επίρρ... σατανικώς / σατανικῶς, ΝΜΑ, και σατανικά Ν κατά τρόπο σατανικό …   Dictionary of Greek

  • σατανικός — ή, ό επίρρ. ά διαβολεμένος, καταχθόνιος: Σατανικά σχέδια. – Σατανικό μυαλό. – Σατανικό γέλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σατανικά — Σατανικός adversary neut nom/voc/acc pl Σατανικά̱ , Σατανικός adversary fem nom/voc/acc dual Σατανικά̱ , Σατανικός adversary fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανικῶν — Σατανικός adversary fem gen pl Σατανικός adversary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανικόν — Σατανικός adversary masc acc sg Σατανικός adversary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανικαῖς — Σατανικός adversary fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανικαί — Σατανικός adversary fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανικοῖς — Σατανικός adversary masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανικοῦ — Σατανικός adversary masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατανικούς — Σατανικός adversary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»